- λαντζιέρης
- και λαντζέρης, ο, θηλ. λαντζιέρα και λαντζιέρισσαο βοηθός μαγειρείου που πλένει τα πιάτα και τα μαγειρικά σκεύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάντζα (Ι) κατά τα καμαριέρης, καμηλ-ιέρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαντζιέρης — ο αυτός που πλένει τα πιάτα και τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
Γκίνσμπεργκ, Άλεν — (Allen Ginsberg, Νιου Τζέρσεϊ 1926 – 1997).Αμερικανός ποιητής. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν επίσης ποιητής και δάσκαλος, ενώ η μητέρα του, Ναόμι, την οποία θρήνησε σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του (Κάντις),ήταν Ρωσίδα μετανάστρια και ενεργό… … Dictionary of Greek